- πεδιήρης
- -ῆρες, Α(για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -ήρης (I)*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεδιήρεις — πεδιήρης abounding in plains masc/fem acc pl πεδιήρης abounding in plains masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek